'Οπως το τραίνο με μπουμπουνητά στο τούνελ
Αγκομαχώντας χρόνϊα βρογχίτιδα κι αρθριτικά
Πιστεύοντας ακόμα σ'ένα πεπρωμένο από σκουριά και σίδερο.
Πιστεύοντας πως τα ταξίδια έχουν προορισμό
Τον φωτεινό σταθμό το αδίσταχτο φρένο.
Ακολουθώ τις ράγες που θαρρώ με εντελέχεια
Οδηγούν στην ψυχή μου. Υπάκουσα
Κλειδούχους και σφυρίχτρες με πηλήκιο
Γνωρίζοντας τη νομοτέλεια της υποταγής που υπόσχεται
Δικαίωμα στο γέλιο και τη χλεύη. Αντάλλαξα
Τον άνεμο με χώμα,σκότωσα
Το έμβρυο της έκπληξης για κάτι αειθαλές
Με την ελάχιστη ελπίδα πως το ανέλπιστο
Θέλει δολώματα από σιγουριά για να τσιμπήσει. Αστόχησα.
Βγες κοίτα λοιπόν το αμετάθετο άστρο
Τη νύχτα κοίτα πως το περιβάλλει
Θάλασσα έρεβους
Τον σεβασμό του έβενου γι'αυτή τη μικρή
Ακινησία φωτός.
Όμως κάποτε, ναι,
Σε κλάσματα αιωνιότητας το ακίνητο
Θα τιναχτεί απ'τον ύπνο της μοίρας του
Και
Με διάττον λεπίδι βουβής αστραπής
Θα ξεσκίσει
Τη μαύρη κοιλιά
Της γιαγιάς βεβαιότητας.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ (ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)