Πηγαίνουμε
Αλλοτε ήταν κυνηγοί
Τώρα εν ολίγοις ηττημένοι
Σαν ξεπουπουλιασμένοι άγγελοι
Εκεί που ήταν οι φτερούγες
Εκεί όπου άλλοτε κυμάτισαν σημαίες
Τώρα ένας μεγάλος άνεμος σαρώνει
Με κύματα ριπές την απουσία-
Παρούσα ολοένα στην πέτρα
Υπό το βάρος της κυρτώνουν
Σαν να την κουβαλούσανε ανέκαθεν
Και εν σιωπή-οι ώμοι τώρα- πετρωμένη
Μιαν αμείλικτη που μέλλει
Κάποτε να μιληθεί ιστορία
Εν είδει καταστροφής αγάλματος
Εν είδει ανασκαφών στο ίνα μη
Επί τόπου άλλη περιστροφή της Ιστορίας
'Οταν κάτω από τα ψιμύθια όψης κωμωδού
Παίζει μ'επιτυχία τραγωδία καγχάζοντας
Συγκίνηση
Πάει μαζί με το πλήθος κι ανεβαίνει
Στο στήθος
Εκεί όπου πλαγιάζουν τα πουλιά
Με χωνεμένο το ράμφος κάτω από τη φτερούγα
Και μες στον ύπνο τους ανασαλεύουν γουργουρίζοντας
Το άλογο πηγαινέλα του, σχήμα ιλίγγου
Που κάποιος εν αγνοία του και άθελά του
Δίχως άλλη ρυμοτομία από τον αυτοσχεδιασμό
Από το ανέβασμα αίφνης
Ενός γέλιου ή ενός λυγμού στο λαιμό-
Υπό μορφή φυσαλίδας αέρος με μέσο το κενό-
Που κάποιος γεννάει με την κίνηση
Ανείδωτος συντροφεύει και γρηγορεί
Δίχως άλλο προσχέδιο
Μόλις πάει να γίνει αισθητός απροσχημάτιστα διαλύεται
Καλά κρυμμένο το σχέδιο στη γλώσσα του παρελθόντος
Καλά στομωμένη η γλώσσα στο παρελθόν
Καλά κρυπτογραφημένο στη γλώσσα το παρελθόν
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (Πέρασμα)